-
1 περι-δέω
περι-δέω (s. δέω), umbinden; ὥςπερ εἴτις σηπί. αις πώγωνα περιδήσειεν, Ar. Eccl. 127; im med., sich umbinden, τοὺς στεφάνους περιδήσομαι, ib. 122; πώγωνα, 100; auch κράνος, Ran. 1038; περισφύριον περιδέεται γυνή, Her. 4, 176; ἀντὶ ἱμάντων σφαίρας ἂν περιεδούμεϑα, Plat. Legg. VIII, 830 b; u. Sp., τῶν ἐν ταῖς παλαίστραις διαμαχομένων ἐπισφαίροις ἐπιδέουσι τὰς χεῖρας, Plut. reip. ger. praec. a. E.
-
2 περιδέω
A bind, tie round or on,τινί τι Hdt.1.193
, Ar.Ec. 127:— [voice] Med., bind round oneself,περισφύριον περιδέεται Hdt.4.176
;τὴν ᾤαν π. περὶ τὴν ὀσφύν Hermipp.53
; λόφον, πώγωνα, στεφάνους π., Ar.Ra. 1038, Ec. 100, 122 ; of pugilists,ἐπισφαίροις π. τὰς χεῖρας Plu.2.825e
; .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιδέω
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий